Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Το Όνειρο του Κακού, Γκέοργκ Τρακλ



Του Γιώργου Λίλλη 



Ενώ έχει ξεσπάσει ο πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, ένας νεαρός ποιητής ονόματι Γκέοργκ Τρακλ ξεκινά την θητεία του στον αυστριακό στρατό ως τραυματιοφορέας. Ένα χρόνο πριν έχει εκδοθεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ποιήματα», όπου συγκεντρώνονται τα μέχρι τότε δημοσιευμένα ποιήματά του σε εφημερίδες και περιοδικά καθώς και αδημοσίευτο υλικό, από τον εκδοτικό οίκο Kurt Wolf στη Λειψία. Η εμπειρία του πολέμου θα παίξει τραυματικό ρόλο στην ψυχοσύνθεσή του. Η ψυχική του κατάρρευση κορυφώνεται στην μάχη του Γκρόντεκ όπου αναγκάζεται λόγω της κατάστασης να φροντίσει ολομόναχος ενενήντα βαριά τραυματίες. Η φρίκη που αντικρίζει, η θυσία τόσων ανθρώπων στον μηχανισμό των εθνών για επεκτατισμό, η αδικία, το αβέβαιο μέλλον, οδηγούν αυτόν τον ευαίσθητο άνθρωπο στην αυτοκαταστροφή.
     Η παραλογία του πολέμου τού εξανεμίζει την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, η λυρική του ιδιοσυγκρασία κλονίζεται, η πίστη του στον εξευγενισμό της ύπαρξης γκρεμίζεται. Το Σεπτέμβριο του 1914 αποπειράται ν΄ αυτοκτονήσει, όμως οι σύντροφοί του προλαβαίνουν να του πάρουν το όπλο από τα χέρια. Ένα μήνα αργότερα μεταφέρεται στο νοσοκομείο της Κρακοβίας για εξέταση και παρακολούθηση της πνευματικής του κατάστασης.
  Όμως στις 3 Νοεμβρίου ο Τρακλ πεθαίνει σε ηλικία μόλις 27 χρόνων από υπερβολική δόση κοκαΐνης.
       Το ευαίσθητο παιδί από το Σάλτσμπουργκ, ο ποιητής που συγκίνησε τον Ρίλκε κάνοντάς τον να αποφανθεί πως «το βίωμα του Τρακλ γίνεται όπως στα είδωλα στον καθρέφτη και γεμίζει όλο το χώρο του, που είναι άδυτος, όπως ο χώρος στο καθρέφτη», υπήρξε μια ιδιόμορφη πνευματική προσωπικότητα. H γραφή του έκλινε προς μια μυστικιστική μελαγχολία η οποία φανέρωνε την εικόνα ενός ανθρώπου αρνούμενου να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα. Ή όπως γράφει ο φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ, «ο πολυσήμαντος τόνος της ποίησης του Τρακλ πηγάζει από ένα συνανοικείν, δηλαδή από μια ομοφωνία, η οποία ως προφανής, μένει πάντοτε ανείπωτη».    
     Αν θέλουμε να αποκρυπτογραφήσουμε αυτόν τον ιδιόμορφο ποιητή πρέπει να ανατρέξουμε στη ζωή του. Ο Χέρντερ το περιγράφει με γλαφυρό τρόπο: «Θα πρέπει να θεωρούμε κάθε βιβλίο ως εντύπωμα μιας ζώσας ανθρώπινης ψυχής. Ο προσεκτικός και συνετός αναγνώστης προσπαθεί να διαβάσει μάλλον το πνεύμα του συγγραφέα παρά το βιβλίο». Η ζωή του Τρακλ υπήρξε συνυφασμένη με το έργο του. Οι συμβολισμοί του, ο κλειστοφοβικός του χαρακτήρας, ο πεσιμισμός, δεν είναι πόζα αλλά οδυνηρό βίωμα. Οι πρωταγωνιστές των ποιημάτων του είναι υπάρξεις που φανερώνουν την ψυχική του διαταραχή. Τα εγκαταλειμμένα ορφανά: ενθύμια του χαμένου παραδείσου, ο Ελιάν: μορφή παρακμής και αυτογνωσίας, ο έφηβος Κάσπαρ Χάουζερ: χωρίς ταυτότητα,  οι στρατιώτες, η παρουσία του πατέρα και της αδερφής, οι λεπροί, ο φονιάς, ο έρημος άντρας, ο μεθυσμένος. Προσωπικότητες που απαρτίζουν το ποιητικό του κόσμο, οροθετώντας ένα αβυσσαλέο περιβάλλον.
     Γεννημένος το 1887 στο Σάλτσμπουργκ ο Τρακλ αισθάνθηκε από μικρός την εγκατάλειψη που περιγράφει στα κατοπινά του ποιήματα, μιας και η μητέρα του, πάσχοντας από κατάθλιψη και συναισθηματική αστάθεια αφήνει την φροντίδα των παιδιών σε μια γαλλίδα γκουβερνάντα. Ο μοναδικός άνθρωπος που του συμπαραστέκεται είναι η αδερφή του Μαργκαρέτα. Οι πρώτες του λογοτεχνικές απόπειρες γίνονται στον ποιητικό κύκλο «Απόλλων», το 1904. Ένα χρόνο αργότερα εγκαταλείπει το σχολείο και κάνει τις πρώτες του εμπειρίες με τα ναρκωτικά.
   Το 1906 ανεβαίνει το μονόπρακτο έργο του Η μέρα των νεκρών, στο θέατρο του Σάλτσμπουργκ, ενώ λίγους μήνες αργότερα του έργο Fata Morgana. Η αποτυχία των παραστάσεων όμως οδηγεί τον Τρακλ να καταστρέψει τα έργα. Το 1908 δημοσιεύεται πρώτη φορά ποίημά του σε Αυστριακή εφημερίδα. Η πρώτη δημοσίευση ποιημάτων του εκτός  Σάλτσμπουργκ γίνονται στο περιοδικό Neuen Wiener Journal. Αντιμετωπίζοντας σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ξεκινά την εθελοντική στρατιωτική του θητεία στη Βιέννη. Το 1912 γνωρίζεται με τους συνεργάτες του περιοδικού Μπρένερ, ένα από τα πιο σημαντικά έντυπα της εποχής δημοσιεύοντας έργα του. Την 1 Οκτωβρίου του ίδιου έτους προσλαμβάνεται ως πολιτικός υπάλληλος στην υγειονομική υπηρεσία στρατού. Στις 30 Νοεμβρίου διορίζεται ως μαθητευόμενος λογιστής στο Υπουργείο Δημόσιων έργων, αλλά αμέσως παραιτείται. Το 1913 ο γερμανικός εκδοτικός οίκος Kurt Wolf εκδηλώνει το ενδιαφέρον του να εκδώσει τα ποιήματά του. Αφού το βιβλίο εκδίδεται, ένα χρόνο μετά, το 1914 ο Τρακλ στέλνει στον εκδότη του το χειρόγραφο Ο Σεβαστιανός στο όνειρο,  και ξεκινά την θητεία του στον αυστριακό στρατό όπου και τελικά πεθαίνει από υπερβολική δόση ναρκωτικών.
  Αν σκύψουμε με προσοχή στη ζωή του Τρακλ έχουμε πάντα μπροστά μας έναν ανικανοποίητο άνθρωπο που αναζητεί με αγωνία και πάθος την εξιλέωση της πνευματικής του οντότητας. Μετά τον θάνατό του δημοσιεύονται στο περιοδικό Μπρένερ τα τελευταία του ποιήματα και εκδίδεται ο Σεβαστιανός.  Το 1919 ο φίλος του Καρλ Ρεκ επιμελείται την συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του. Ο Έρχαρντ Μπούσμπεκ εκδίδει τα νεανικά του ποιήματα και τις πρόζες του, το 1939 με τίτλο, Από χρυσό κύπελλο. Όμως πολύ αργότερα, την δεκαετία του 50΄, ο Τρακλ ανακαλύπτεται εκ νέου, επανεκδίδονται τα βιβλία του, γράφονται σημαντικές μελέτες για το έργο του. Η αιρετική φωνή αυτού του απόκοσμου ποιητή ήταν ίσως η αιτία που άργησε να καθιερωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ποιητικού εξπρεσιονισμού.  Στα ελληνικά ο Τρακλ έχει μεταφραστεί από τους Ανδρέα Αγγελάκη, Δημήτρη Δήμου, Νίκο Ερηνάκη και Ελένη Νούσια και πρόσφατα από  τον Μιχάλη Παπαντωνόπουλο όπου επιλέγει αντιπροσωπευτικά ποιήματα από τις πρώτες λογοτεχνικές απόπειρες του Τρακλ, από το σπουδαίο «Ο Σεβαστιανός στο όνειρο», και από τα τελευταία δημοσιευμένα του ποιήματα στο περιοδικό Μπρένερ.   
      Οι στίχοι του Τρακλ αντιστέκονται στη βαρβαρότητα, αποπνέουν μια θρησκευτικότητα έξω από τους όρους της θρησκείας, εξευγενίζουν την ύπαρξη. Μετέδωσε με τον πιο τραγικό τρόπο το πάθος του για ζωή. Δεν έχει σημασία αν βγήκε νικητής ή όχι, τα ποιήματά του είναι αυθεντικές καταθέσεις μιας προσωπικότητας που πίστεψε την παραμυθία της ποίησης και στην ιδεώδη της κοσμοθεωρία. Οι περιγραφές του ανατρέπουν το καθιερωμένο. Η ένταση των στίχων κορυφώνονται σε ένα λεπτό φάσμα λυρισμού οι οποίοι περιστοιχίζονται από το τραγικό στοιχείο. Αντιπροσωπευτικό δείγμα το ποίημα, Ψαλμός, όπου η έντονη οινοποιεία προσφέρει στην αναγνώστη το έντονο αίσθημα του χαμένου παραδείσου: «είναι ένα φως που το ΄σβησε ο άνεμος... είναι ένα αμπέλι καμένο και μαύρο με τρύπες γεμάτες αράχνες». Παράδοξο σκηνικό, έκπτωτο, η φωνή του ποιητή αγγίζει τα όρια του υπερβατικού: «Τρέμοντας η μικρή /τυφλή τρέχει μέσα απ΄ τις δεντροστοιχίες, / κι ύστερα η σκιά της, τριγυρισμένη από θρύλους ιερούς/ και παραμύθια, τα παγωμένα τείχη ψηλαφίζει».  Παγανιστικές θεότητες, μύθοι και θρύλοι, η μεσαιωνικής υφής σκοτεινότητα του κειμένου, η ρεαλιστική δομή συνυφασμένη με το ανατρεπτικό στοιχείο της καταγραφής μιας ιδιαίτερα προσωπικής αντίληψης του κόσμου:

Στη σκοτεινιά του παλαιού ασύλου άνθρωποι – ερείπια
   μαραζώνουν.
Τα νεκρά ορφανά κείτονται στον τοίχο του κήπου.
Άγγελοι ξεπροβάλουν, από γκρίζα δωμάτια, με λα-
   σπωμένες τις φτερούγες.
Σκουλήκια στάζουν απ΄ τα κιτρινισμένα βλέφαρά τους.
Σκοτεινή και σιωπηλή η πλατεία μπρος στην εκκλησία
   όπως τις μέρες της παιδικής ηλικίας.

  Μεταποιεί την φρίκη σε τέχνη. Αν ο Τρακλ ζούσε φυσιολογικά, αν δεν είχε κληρονομήσει την χρόνια κατάθλιψη της μητέρας του, η οποία επηρέασε βαθιά την παιδική του ηλικία, αν δεν είχε αυτοκτονικές διαθέσεις, δοκιμάζοντας διάφορες ναρκωτικές ουσίες, αν δεν αντιμετώπιζε πολλά οικονομικά προβλήματα και δεν συμμετείχε στον πόλεμο, η εύθραυστη ιδιοσυγκρασία του θα αναπτύσσονταν και θα εξελίσσονταν διαφορετικά. Ο νεαρός Τρακλ επιχειρεί με τον πιο άμεσο και ειλικρινή τρόπο, χωρίς λογοτεχνικές προθέσεις να εκφραστεί με την ποίηση για όλα αυτά που τον απωθούσαν ή τον τρόμαζαν. Η κλειστοφοβική, απαισιόδοξη και μακάβρια ποίησή του, δεν έχει στόχο να σοκάρει, αυτό διαφαίνεται ευθύς εξαρχής, ούτε ο ίδιος νιώθει οικειότητα με τον κόσμο που περιγράφει, απλώς επιθυμεί να εξιλεωθεί από τους τρόμους που πηγάζουν από την τραυματική εμπειρία των παιδικών του χρόνων όπου δεν αισθάνθηκε την μητρική στοργή, πράγμα τόσο σημαντικό για ένα παιδί. Ίσως γι΄ αυτό στα περισσότερα ποιήματα του γίνονται αναφορές σε ορφανά, σε παιδιά που υποφέρουν, όπως το  νεκρό αγόρι Έλις.  
    Ιδιόμορφη πνευματική προσωπικότητα, ένας αιρετικός των γερμανικών γραμμάτων, ο Τρακλ είναι σήμερα αδιαμφισβήτητα ένας κλασσικός που μετέτρεψε τον ερμητισμό του σε υψηλή ποιητική τέχνη εξευγενίζοντας την ηττημένη του θνητότητα.    



Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Το τραγούδι του εαυτού μου, Ουόλτ Ουίτμαν










Του Γιώργου Λίλλη

 

Στις 26 Μαρτίου 1892 ο Ουίτμαν κηδεύεται χωρίς ιερέα και σταυρό. Ένα μικρό πλήθος παρακολουθεί εξ αποστάσεως την κηδεία. Σύμφωνα με την επιθυμία του, στην ταφόπλακα αναγράφονται οι στίχοι του: «Το βάθρο μου είναι στερεωμένο και σφηνωμένο σε γρανίτη/ περιγελώ αυτό που εσείς ονομάζεται αποσύνθεση/ και ξέρω την έκταση του χρόνου». Προφανώς πολύ πριν δημοσιεύσει  «Το τραγούδι του εαυτού μου», ο Ουίτμαν είχε εξαρθρώσει το χρόνο αφήνοντας το πνεύμα του ελεύθερο να ριψοκινδυνεύσει για την αναζήτηση του εγώ έξω από τα όρια του εγώ, στη συμπάντια και ολική του εκπλήρωση. Η τολμηρή αυτή αναμέτρηση μεταφέρθηκε και στα ποιήματά του, τα οποία ανακαλούν προκλητικά την προ – εδεμική εποχή,  μέσα από σύμβολα αναγέννησης και αθωότητας που αντιτάσσονται στο κατεστημένο του αστισμού. Αυτός ο ποιητής φέρνοντας στην επιφάνεια τα άγριά του ένστικτα, αποκάλυψε την ομορφιά της αγριότητας του είδους του, που μαγεμένος περιφέρεται άσκοπα μέσα στην ύλη και παρασύρεται με αποτέλεσμα να μην αντικρίσει ποτέ αληθινά τον εαυτό του:

«Σταμάτα αυτή τη μέρα και τη νύχτα μαζί μου και θα κατέχεις την αρχή όλων των ποιημάτων μου/ θα κατέχεις το όφελος της γης και του ήλιου, (μένουν εκατομμύρια ήλιοι ακόμα),/ δεν θα δέχεσαι πια τα πράγματα από δεύτερο ή τρίτο χέρι, ούτε θα βλέπεις μέσα/ από μάτια νεκρού, ούτε θα τρέφεσαι από φαντάσματα στα βιβλία/ δεν θα βλέπεις ούτε μέσα από τα δικά μου μάτια, ούτε θα δέχεσαι τα πράγματα από μένα / θα ακούς όλες τις πλευρές και θα τις διηθίζεις ο ίδιος». 

Ήταν ευνόητο πως οι στίχοι αυτοί δεν θα έβρισκαν ανταπόκριση σ΄ ένα κοινό που δεν ήταν προετοιμασμένο για την ηθική που με τόλμη κήρυσσαν. Η ποίηση σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν μόνο μια επαναστατική διέξοδος, αλλά και μια κοσμογονία όπου μπορεί να δράσει ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος, ο οποίος γίνεται υπαρκτός από τη στάση που έχει κάποιος στο καινούριο ή με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του μέσα στο καινούριο. Ο Ουίτμαν είναι ένας κραυγαλέος ουμανιστής της ελευθερίας του ατόμου, επιμένει στο να υμνεί τη ζωή μ΄ ένα παγανιστικό τρόπο, ίσως γιατί διαισθάνεται πως τα καλούπια των θρησκειών και των πολιτικών διδασκαλιών έχουν επιφέρει στον άνθρωπο έναν εγκλωβισμό εμποδίζοντας να γευθεί με πάθος όσα τον περιβάλλουν. Δεν θα μπορούσε η ενόραση αυτή να εκδηλωθεί με άλλο τρόπο, παρά με μια ποιητική απλότητα που ορίζεται στο βάθος των αρχέτυπων και της ομορφιάς της όρασης. Φυσιοκρατισμός, υπερβολή, εγωτισμός, απαρτίζουν την μεγάλη αυτή ποίηση όπου ο κόσμος δημιουργείται εκ νέου:

«Είμαι σύντροφος και συνοδοιπόρος των ανθρώπων, όλοι το ίδιο αθάνατοι και / ανεξήγητοι όπως κι εγώ, / (δεν ξέρουν πόσο αθάνατοι, αλλά εγώ το ξέρω)».

Όσο κι αν εκ πρώτης όψεως ο Ουίτμαν φαίνεται προκλητικός, δεν είναι παρά ένας ταπεινός λαξευτής των μέσα μας φωνών που έχουν ξεχαστεί. Εξαρτάται από εμάς πως θα τον δεχθούμε. Όσοι έχουν ωριμάσει δια μέσου μιας τέτοιας εμπειρίας γίνονται προφήτες. Αντιμετωπίζουν τους εαυτούς τους σαν προφήτες. Και συνήθως οι προφήτες ποτέ δεν γίνονται κατανοητοί στην εποχή τους. Χρειάζεται η απόσταση για να δεις ψύχραιμα μια ψυχοσύνθεση σαν του Ουίτμαν. Η ζωή του, αντισυμβατική για την εποχή του, οι στίχοι του γλωσσικά ακραίοι και θορυβώδεις, μαρτυρούσαν την αγωνία του δημιουργού τους να επικοινωνήσει. Κατά βάθος όλοι μας αυτό επιζητούμε. Να νιώσουμε αναγκαίοι και πολύτιμοι στους άλλους. Ο Ουίτμαν είχε την ανάγκη να βρει τον  ιδανικό αναγνώστη, επιθυμούσε να μοιραστεί το θαύμα που είχε με κόπο ανακαλύψει ακριβώς στα σύνορα όλων εκείνων που τον χλεύαζαν. Τον ίδιο, φαίνεται δεν τον κλόνιζε, είχε άπειρες αποδείξεις της διάστασής της ποιητικής του θεωρίας, όμως σίγουρα μέσα του θα ένιωσε απογοήτευση για την υποτίμηση που του επιφύλαξαν οι σύγχρονοί του. Οι μεγάλοι ποιητές υπήρξαν πάντα μόνοι γι΄ αυτό και μόνο τον λόγο: δεν είμαστε διατεθειμένοι εύκολα να απαρνηθούμε τον εαυτό μας. Δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τον εαυτό μας. Εκείνοι ήρθαν σε ρήξη με τον κόσμο για να ανακαλύψουν έναν καινούριο. Ήρθαν σε ρήξη με τον εαυτό τους και τον κόσμο τους. Και όχι μόνο αυτό. Είχαν το θάρρος να εκτεθούν:

« Μέσα από μένα απαγορευμένες φωνές, / φωνές από ορμές και πόθους, φωνές καλυμμένες και εγώ το κάλυμμα αφαιρώ, / φωνές πρόστυχες, εξαγνισμένες και μεταμορφωμένες από μένα./ Δεν φράζω με τα δάχτυλά μου το στόμα μου, / είμαι τόσο τρυφερός για τα σπλάχνα όσο για το κεφάλι και την καρδιά, / η συνουσία δεν είναι πιο άγρια για μένα από ό,τι είναι ο θάνατος».


 *Το τραγούδι του εαυτού μου σε μετάφραση Ζωής Ν. Νικοπούλου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ηριδανός

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Ο Άλβαρο ντε Κάμπος του Πεσσόα και η Θαλασσινή ωδή




Του Γιώργου Λίλλη

Ποιος είναι ο Φερνάντο Πεσσόα; Είναι ο «αγγλομανής, μύωψ, ευγενής, αλλοπαρμένος, ντυμένος στα σκούρα, απόμακρος και οικείος», σύμφωνα με τον Οκτάβιο Πάζ, είναι ο Ρικάρντο Ρεις, ο Αλμπέρτο Καέιρο ή ένας ψηλός, κομψός, με μονόκλ, μαύρα μαλλιά με χωρίστρα στο πλάι, όπως τον ήθελε ο Αντόνιο Ταμπούκι, που άκουγε στο όνομα Άλβαρο Ντε Κάμπος;
Το αίνιγμα Πεσσόα παραμένει αναπάντητο. Ο ιδιοφυής ποιητής μας κληροδότησε ένα τεράστιο έργο, του οποίου η καταγραφή και η ταξινόμηση συνεχίζεται εδώ και μισό πλέον αιώνα. Το θέμα δεν εξαντλείται όμως εδώ, στον όγκο του συγκεκριμένου έργου, αλλά στην επινόηση 72 ετερώνυμων χαρακτήρων του Πεσσόα, οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στη λογοτεχνική σκηνή της Πορτογαλίας. Μάλιστα, τρεις από αυτές τις μεταμορφώσεις του ποιητή, αποτέλεσαν το ρόλο όχι απλώς ενός προσωπείου, αλλά αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένα σωματικά χαρακτηριστικά και μάλιστα σε μια συγκεκριμένη βιογραφία. «Αυτό που επέτυχε ο Πεσσόα αγγίζει το θαύμα», αναφέρει ο Αντόνιο Κουάντρος: «γιατί καθένας από τους ετερώνυμους ποιητές παράγει όχι απλά κάτι διαφορετικό από την λογοτεχνική παραγωγή του Πεσσόα την οποία υπογράφει με το όνομά του, αλλά έργα των οποίων η εγγενής συνοχή είναι ισχυρή, χωρίς να ξεχνάμε τη λεπτή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο περιεχόμενο και την ψυχοσύνθεση του υποδυόμενου συγγραφέα».
Ο Άλβαρο ντε Κάμπος είναι η πιο επιβλητική μορφή των ετερώνυμων που κατασκεύασε ο Πεσσόα. Ο ποιητής θέλησε να τον εντάξει στη διαχρονικότητα των θνητών, σαν ένα υπαρκτό φάντασμα που ταξιδεύει, ερωτεύεται, συμμετέχει στη δημόσια ζωή, το οποίο μίσησε, δέχθηκε επιθέσεις, εισηγήθηκε κινήματα.
Ο ίδιος ο Πεσσόα, σε επιστολή του στον Adolfo Casais Monteiro, είχε καταγράψει τα βιογραφικά χαρακτηριστικά του επινοημένου του ποιητή: «Ο Άλβαρο ντε Κάμπος γεννήθηκε στην Ταβίρα στις 15 Οκτωβρίου 1890. Είναι ναυπηγός μηχανικός, αλλά τώρα βρίσκεται εδώ στη Λισσαβόνα, άνεργος….είναι ψηλός (1,75 ύψος, δηλαδή 2 εκατοστά ψηλότερος μου), λεπτός και σκύβει ελαφρώς……ούτε καστανός ούτε μελαχρινός, μοιάζει αόριστα με Πορτογάλο Εβραίο, αλλά τα μαλλιά του είναι ίσια……..»

Όσο πιο πολύ αισθανθώ, όσο πιο πολύ αισθανθώ σαν
διαφορετικά πρόσωπα
όσο πιο πολλές προσωπικότητες αποκτήσω,
όσο πιο έντονα, πιο στριγκά τις αποκτήσω,
όσο πιο ταυτόχρονα αισθανθώ μ΄ όλες αυτές,
όσο πιο ομοιότροπα διαφορετικός, ανομοιότυπα
προσεκτικός,
υπάρξω, αισθανθώ, ζήσω, είμαι,
τόσο πιο πολύ θ΄ αποκτήσω τη συνολική ύπαρξη του
σύμπαντος,
τόσο πιο πλήρης θα΄ μαι σ΄ ολόκληρη την έκταση του
διαστήματος,
τόσο πιο όμοιος με τον Θεό, όποιος και να ΄ναι.............

Η διαδικασία της γραφής για τον Πεσσόα, είτε αυτή έχει το δικό του επώνυμο, είτε κρύβεται πίσω από επινοημένα ποιητικά μοντέλα, είναι ένα και το αυτό: ν΄ ανακαλύψει μέσα από τον καθρέφτη των λέξεων την ταυτότητά του. Αυτό που συγκλονίζει είναι ότι κάθε προσωπικότητα που επινόησε ο Πεσσόα για να εξωτερικεύσει τα αισθήματα και τις ιδέες του είναι τόσο ετερόκλητες που διαφαίνεται ξεκάθαρα η αγωνία του να οριοθετήσει το σύμπαν του, να συγκροτήσει το είναι του, μέσα σε τόσες διαφορετικές παραμέτρους, σε τόσες ακραίες συνθήκες δημιουργίας της μιας περίπτωσης από την άλλη.
Ο Άλβαρο ντε Κάμπος είναι ένας «υμνητής της βιομηχανικής εποχής». Πληθωρικός, εξωστρεφής, χειμαρρώδης, μεταχειρίζεται μια γλώσσα άκρως επαναστατική, ρεαλιστική, παρ΄ όλα αυτά βαθυστόχαστη, αντανακλώντας την παραμορφωμένη εικόνα του παράδοξου κόσμου ως έχει, χωρίς αυταπάτες. Διαβάζοντας τις μεγάλες του συνθέσεις, «Θριαμβική ωδή» και «Θαλασσινή ωδή», παρατηρούμε, σε μια εποχή όπου η ποίηση ήταν απαστράπτουσα μιας λυρικής έξαρσης που ανάγονταν στην εποχή του ρομαντισμού, ότι ο Πεσσόα γίνεται ένας προφήτης του μοντέρνου λόγου:

Ώ άχρηστα αντικείμενα που όλος ο κόσμος θέλει να
τ΄ αγοράσει!
Γεια σας, μεγάλα καταστήματα με τμήματα πολλά!
Γεια σας, διαφημίσεις ηλεκτρικές που αναβοσβήνετε
κι εξαφανίζεστε!

Έ, μπετόν αρμέ, τσιμέντο, καινούριες τεχνικές!
Πρόοδος των εξοπλισμών ενδόξως θανατηφόρων!
Πανοπλίες, κανόνια, μυδραλιοβόλα, υποβρύχια, αεροπλάνα!

Σας αγαπάω όλους, όλα, σαν θηρίο.
Σας αγαπώ σαρκοφαγικά...........

Θα μπορούσε κάλλιστα το παραπάνω απόσπασμα να είναι γραμμένο σήμερα κι όχι το 1914. Ο Πεσσόα, μέσω του Κάμπος, προφητεύει τον ξεπεσμό του ανθρώπινου, την ολική καταστροφή του φυσικού και την επικράτηση του τεχνητού κόσμου. Η λατρεία της βιομηχανοποιημένης ζωής γίνεται στα λόγια του ένα ποίημα ξέφρενο, σχεδόν βακχικό, μοντέρνο, τεχνοκρατικό. Μια ιδιοφυής επινόηση της πτώσης του φυσιοκρατικού στοιχείου στο ισοπεδωτικό σύμπαν της κυριαρχίας των μηχανών, που βρίσκει την απόλυτη εκπλήρωσή του σήμερα:

Να είμαι πλήρης σαν μηχανή!
Να μπορούσα να οδεύω θριαμβικά στη ζωή σαν ένα
αυτοκίνητο τελευταίο μοντέλο!
Να μπορούσα τουλάχιστον να κάνω να με διεισδύσουν όλα
αυτά σωματικά,
να με ξεσχίσουν ολόκληρο, να μ΄ ανοίξουν εντελώς, να γίνω
διαπερατός
σ΄ όλες τις μυρουδιές από λάδια, καύσεις, κάρβουνα
αυτής της θεσπέσιας, μαύρης, τεχνητής κι ακόρεστης
χλωρίδας!

Ο μακροσκελής στίχος, ο ρυθμός που κλίνει προς το θέατρο, σαν ένα μονόπρακτο που απαγγέλλεται στο σκοτάδι, ο ποιητής ανακαλεί μνήμες, καταμετρά γεγονότα, χτίζει το μύθο της πραγματικότητας σαν τη μόνη αμυντική μέθοδο του ανθρώπου ν΄ αντισταθεί στη φθορά: «Ά, όλη η αποβάθρα είναι μια νοσταλγία που πέτρωσε».



*Η Θαλασσινή ωδή σε μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εξάντας

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Ηλιόπετρα του Οκτάβιο Παζ




Του Γιώργου Λίλλη
 

Υπάρχουν έργα στη παγκόσμια λογοτεχνία που υπήρξαν από μόνα τους εμπνευσμένες στιγμές, σαν να προΰπαρχαν και φανερώθηκαν από το πουθενά για να εδραιώσουν μια οριακή λογοτεχνική στιγμή. Συνήθως αυτά τα έργα αποτελούν και τις κορυφώσεις μέσα στο σύνολο των δημοσιεύσεων κάποιου δημιουργού, διαφωτίζοντας έτσι σιωπηλά μια άλλη διάσταση του ανθρώπινου πνεύματος, εκείνου που συλλαμβάνει ανεξήγητες φωνές από κρύπτες μυστικές, από υποσυνείδητα κοιτάσματα που αναλαμβάνουν να επισημάνουν τη χαμένη μας οικειότητα με το σύμπαν και τους ρυθμούς του. Μ΄ αυτά τα αρχέγονα υλικά δημιουργήθηκε και η Ηλιόπετρα του Οκτάβιο Πάς. Ο Μεξικάνος Νομπελίστας ποιητής (1914-1998) στο αυτοβιογραφικό του κείμενο «Σαράντα χρόνια ποίηση», έγραφε για το πως εμπνεύστηκε το ποίημα: «Δεν είχα σχέδιο. Δεν ήξερα τι να γράψω. Η Ηλιόπετρα ξεκίνησε σαν αυτοματισμός. Τις πρώτες στροφές τις έγραψα, κυριολεκτικά, σαν να μου τις υπαγόρευε κάποιος». Το ποίημα άψογα δομημένο πάνω σε ενδεκασύλλαβους, όπως αναφέρει ο ποιητής έρεαν φυσιολογικά. Ο συγγραφέας πληροφορεί επίσης τον αναγνώστη στις σημειώσεις της αυτοτελής έκδοσης πως, «στο εξώφυλλο του βιβλίου είναι τυπωμένος ο αριθμός 584 γραμμένος κατά το αριθμητικό σύστημα των Μάγια, επίσης, στο ξεκίνημα και την κατακλείδα του ποιήματος εμφανίζονται τα αρχαία μεξικάνικα σύμβολα της Ημέρας 4 Ολίν (κίνηση), και της Ημέρας 4 Εχέκατλ (άνεμος)». Το ποίημα εκτυλίσσεται κι αυτό σε 584 στίχους, αριθμός που συμπίπτει με τις ημέρες της συνοδικής περιόδου της Αφροδίτης σηματοδοτώντας τον αφροδίσιο κύκλο.

περνώ απ΄ το σώμα σου σαν απ΄ τον κόσμο,
είναι η κοιλιά σου ηλιόλουστη πλατεία,
τα στήθη σου ναοί όπου τελούνται
του αίματος τα παράλληλα μυστήρια,
σαν το κισσό οι ματιές μου σε σκεπάζουν,
είσαι μια πόλη πελαγοζωσμένη,
ένα οχυρό που έχει το φως διχάσει
σε δυό ροδακινόχρωμα κομμάτια,
μια γη απ΄ αλάτι από πουλιά και βράχους
κάτω από του μεσημεριού τον νόμο,

*

χρόνια φαντάσματα ,κύκλιες ημέρες
που σ΄ ίδια αυλή οδηγούν, στον ίδιο τοίχο,
καίει η στιγμή, κι είναι μια όψη μόνο
οι όψεις οι διαδοχικές της φλόγας,
ένα όνομα όλα τα ονόματα είναι,
όλα τα πρόσωπα είναι ένα μόνο,
μονάχα μια στιγμή όλοι οι αιώνες
και πάντα στους αιώνες των αιώνων
θα φράζουν του αύριο την οδό δύο μάτια,

*

1937, Μαδρίτη,
Κεντούσαν οι γυναίκες στην πλατεία,
με τα παιδιά τους λέγανε τραγούδια,
μετά ο συναγερμός, κραυγές τριγύρω,
σπίτια γονατισμένα μες στη σκόνη,
κτήρια φτυσμένα, τείχη ραγισμένα,
κι ο ορυμαγδός διαρκώς των κινητήρων:
οι δύο γυμνώθηκαν κι αγαπήθηκαν
ν΄ αγωνιστούν για το αιώνιο μερτικό μας,

Το ποίημά παθιάζετε με τη ζωή, εφορμά στους ρυθμούς της και μεγαλουργεί για χάρη μας. Μεμονωμένοι στίχοι όπως «ανεμοδαρμένο σιντριβάνι», «ενός πουλιού που απολιθώνει δάση», «κοσμήματα της δίψας», «πορφυρά τείχη της λάβας», «εστεμμένη μοναξιά που ψάλλει», «αψίδα του αίματος, σφυγμών γεφύρι», «και κούρσεψε το μέτωπό μου ο ήλιος», φανερώνουν τη δύναμη του λόγου του, την καθάρια φαντασία που μας συναρπάζει με την ιδιαιτερότητά του να ανασκευάζει με προσωπικά υλικά του βλέμματός και της σκέψης μια οικουμενική γλώσσα. Ο Οκτάβιο Πας κατάφερε με το έργο αυτό να μιλήσει με απόλυτη διαύγεια για τη ζωή, τόσο άμεσα και τόσο καίρια που απευθύνεται στον καθένα μας προσωπικά, ξεπερνώντας γλωσσικά ή φυλετικά φράγματα και εκπληρώνοντας αυτό που είπε ο Κόουλριτζ: « ωσότου μια παράδοξη τέχνη συναρμόζει τα κομμάτια και δημιουργεί ένα τέλειο σύνολο».


και σάπιες προσωπίδες που χωρίζουν
  τον άνθρωπο απ' τους άλλους τους ανθρώπους,
  τον άνθρωπο απ' τον ίδιο,
               καταρρέουν
  σε μια αχανή στιγμή καθώς για λίγο
  νιώθουμε τη χαμένη ενότητά μας,
  τη δόξα και την ερημιά του ανθρώπου
  που θάνατο, ήλιο και ψωμί μοιράζει,
  το ξεχασμένο σάστισμα πως ζούμε  [...]

*

η ζωή, πότε ήταν πράγματι δική μας;
πότε είμαστε ό,τι είμαστε στ΄αλήθεια;
και μόνοι μας εν τέλει είμαστε πάντα
μονάχα ένα κενό, μια ζάλη, σ’ έναν
καθρέφτη μορφασμοί, ναυτία και τρόμος,
δεν είν’ ποτέ η ζωή δική μας, είναι
άλλων, δεν είναι κανενός, όλοι είμαστε
η ζωή –ψωμί του ήλιου για τους άλλους,
όλους τους άλλους που είμαστε οι ίδιοι–,
είμαι ένας άλλος όταν είμαι, οι πράξεις μου
είν’ πιο δικές μου όταν ανήκουν σ’ όλους,
για να ‘μαι εγώ πρέπει να είμαι άλλος,
να βγω απ’ το εγώ, να με ζητήσω σ’ άλλους,
τους άλλους που δεν είναι αν δεν υπάρχω,
τους άλλους που πληρούν την ύπαρξή μου,
είμαι δεν έχει ή εγώ, εμείς μονάχα,
πάντα η ζωή είναι άλλη, αλλού, πιο πέρα,
πέρ’ από εσένα ή εμένα, πάντα ορίζοντας,
ζωή που μας ποθεί και μας διχάζει,
μας δίνει πρόσωπο και το τσακίζει,
πείνα του είναι, ω θάνατε, ψωμί όλων,
… 

 

Η Ηλιόπετρα παρουσιάζεται σε μια προσεγμένη δίγλωσση έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Μαΐστρος σε μετάφραση και επίμετρο του Κώστα Κουτσουρέλη.